Πολλά ζευγάρια βιώνουν τη σεξουαλική δυσαρέσκεια, που απορρέει από το ότι ο ένας εκ των δύο έχει διάθεση για σεξ περισσότερο ή λιγότερο συχνά από τον άλλο. Συνήθως, το άτομο με τη λιγότερη επιθυμία θεωρείται ως εκείνο “που έχει το πρόβλημα” και που πρέπει να βρει λύση. Ωστόσο, μολονότι ορισμένοι ατομικοί παράγοντες μπορεί να συμβάλλουν στη μείωση της επιθυμίας, για πολλά ζευγάρια είναι η δυναμική της σχέσης που συμβάλλει στο να μην συμβαδίζουν σεξουαλικά μεταξύ τους.
Για το λόγο αυτό, αντί να αποδίδουμε το πρόβλημα στον έναν εκ των δύο, είναι περισσότερο ωφέλιμο να προσπαθούμε να διαχειριστούμε τη διαφορετικότητα στα επίπεδα σεξουαλικής επιθυμίας μεταξύ των δύο. Αυτή η προσέγγιση επιτρέπει το “ζευγάρι” και τις αλληλεπιδράσεις μεταξύ τους να είναι το επίκεντρο της θεραπείας, έναντι του ενός μόνο. Έχω διαπιστώσει ότι όταν ένα ζευγάρι έρχεται σε θεραπεία για την αντιμετώπιση των προβλημάτων επιθυμίας, συχνά έχουν ήδη καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο ένας από τους δύο είναι “το πρόβλημα” και θέλουν να εστιάσουν σε αυτόν.
Μετά τον νέο τρόπο θεώρησης των πραγμάτων, τα περισσότερα ζευγάρια βρίσκουν ότι είναι πολύ διαφωτιστικό, αναζωογονητικό και ελπιδοφόρο το ότι καταλαβαίνουν πως και οι δύο συμβάλλουν στο πρόβλημα, και το σημαντικότερο, και οι δύο μπορούν να συμβάλλουν στην επίλυση του προβλήματος και στην αύξηση της σεξουαλικής τους ικανοποίησης.
Μία δυναμική που συχνά αναπτύσσεται ανάμεσα στα ζευγάρια είναι αυτή κατά την οποία ο ένας εκ των δύο είναι αυτός που τις περισσότερες φορές προσεγγίζει τον/την σύντροφο, παίρνει πρωτοβουλίες, και απολαμβάνει την προσπάθεια να κάνει τον/την σύντροφο να “ανοιχτεί”. Αντίστοιχα, το άτομο που προσεγγίζεται κι αποφεύγει τις πρωτοβουλίες, απολαμβάνει το να είναι επιθυμητό και να ανταποκρίνεται όπως θέλει.
Με το πέρασμα του χρόνου όμως, όσο ο ένας εκφράζει τη σεξουαλική επιθυμία για τον άλλον, τόσο ο άλλος απομακρύνεται. Όσο ο ένας απομακρύνεται, τόσο ο άλλος προσεγγίζει κι εκφράζει επιθυμία. Έτσι, δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Σιγά σιγά οι ρόλοι αυτοί παγιώνονται κι εκφράσεις όπως “πάντα θέλεις” ή “ποτέ δεν θέλεις” είναι αναπόσπαστο μέρος των διαφωνιών τους.
Είναι εξαιρετικά συχνό το να διαπιστώνεται πως το φαινομενικά οργανικό/ορμονικό πρόβλημα της μειωμένης επιθυμίας δεν είναι παρά το αποτέλεσμα της παραπάνω κυκλικότητας. Ωστόσο, τα ζευγάρια που ξεκινούν θεραπεία έχουν τη δυνατότητα να απεμπλακούν από αυτόν τον φαύλο κύκλο. Ακόμη και όταν μόνο ένας εταίρος επιλέγει να κάνει στροφή, η δυναμική μπορεί να επηρεαστεί θετικά. Όμως, όταν και οι δύο εμπλέκονται στη θεραπεία, τα αποτελέσματα μπορούν να είναι θαυμάσια.
Λαμβάνοντας υπόψιν τη “σχέση” αλλά και τις αποσκευές του καθενός, μπορεί το ζευγάρι να μάθει να διαχειρίζεται τις διαφορές του με τρόπο που κάνει τη σχέση να εξελίσσεται και αυξάνει τη σεξουαλική ικανοποίηση.