Ο λαός λέει συχνά ότι οι άπιστοι «το ‘χουν στο αίμα τους», υπονοώντας πως υπάρχει βιολογική βάση στην απιστία. Η άποψη αυτή ενδεχομένως δεν είναι εντελώς αβάσιμη.
Είναι γεγονός πως ένας άνθρωπος μπορεί να είναι – ή να μην είναι – μονογαμικός. Τι σημαίνει αυτό; Εξαρτάται από το τι ορίζουμε ως «μονογαμία».
Η σεξουαλική μονογαμία αναφέρεται στα όντα που κάνουν σεξ μόνο με ένα ταίρι σε όλη τους τη ζωή και αν αυτό πεθάνει δεν ξανακάνουν σεξ ποτέ. Από τα περίπου 5.000 είδη θηλαστικών, στα οποία συμπεριλαμβάνονται οι άνθρωποι, μόνο 3% έως 5% έχουν σεξουαλική μονογαμική σχέση για μία ζωή. Οι νυχτερίδες, οι χήνες, οι λύκοι και οι κάστορες είναι από τα πιο μονογαμικά θηλαστικά.
Και μετά είναι η κοινωνική μονογαμία, η οποία αναφέρεται στα όντα που ζευγαρώνουν για να γεννήσουν και να αναθρέψουν τα παιδιά τους, αλλά έχουν σεξουαλικές επαφές και με άλλα ταίρια.
Πρακτικά αυτά σημαίνουν ότι ένας άνδρας που βγαίνει το βράδυ και έχει σεξουαλική επαφή με μια ξένη γυναίκα, αλλά επιστρέφει στο σπίτι για να φροντίσει τα παιδιά του, είναι κοινωνικά μονογαμικός αλλά σεξουαλικά όχι.
Το ανθρώπινο είδος έχει εξελιχθεί με τέτοιον τρόπο ώστε να συνάπτει δεσμούς για την αναπαραγωγή και την ανατροφή των απογόνων του. Ωστόσο οι δεσμοί αυτοί μπορεί να χωρέσουν σε διάφορα πλαίσια: π.χ. σχέσεις μονογαμίας, σχέσεις σειριακής μονογαμίας (δηλαδή ένα ταίρι κάθε φορά), σχέσεις πολυγαμίας, σχέσεις όπου ζουν χωριστά και είναι μονογονεϊκές κ.λπ.
Ως φαίνεται, το ανθρώπινο είδος εκ φύσεως δεν είναι σεξουαλικά μονογαμικό, παρότι η σεξουαλική μονογαμία είναι ωφέλιμη διότι φέρνει οργάνωση και την αναγκαία επένδυση για την ανατροφή των απογόνων. Ωστόσο, το ότι η σεξουαλική μονογαμία είναι ωφέλιμη δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην ότι είναι φυσιολογική.
Το αν θα ζήσει κάποιος ως σεξουαλικά μονογαμικός, έστω κι αν είναι σειριακά, μάλλον επηρεάζεται από το ισοζύγιο κόστους και οφέλους που εκτιμά ότι θα προκύψει. Υπάρχουν πολλά δεδομένα που υποστηρίζουν ότι οι άνδρες έχουν λιγότερα να χάσουν από την απιστία σε σύγκριση με τις γυναίκες, επομένως τους είναι πιο εύκολο να απιστήσουν.
Τα γονίδια.
Επιπλέον, φαίνεται ότι γονιδιακοί παράγοντες παίζουν ρόλο. Για παράδειγμα, ένα γονίδιο του υποδοχέα της ντοπαμίνης D4 έχει σχετισθεί με αυξημένες πιθανότητες απιστίας. Η ντοπαμίνη είναι ένας νευροδιαβιβαστής, δηλαδή συμμετέχει στη μετάδοση των μηνυμάτων μεταξύ των νευρικών κυττάρων, ενώ ο ρόλος της στον εγκέφαλο είναι να ρυθμίζει το αίσθημα της ευχαρίστησης. Ισως λοιπόν η επίδρασή της να εξηγεί γιατί οι περισσότεροι άνθρωποι που απατούν το ταίρι τους δηλώνουν ικανοποιημένοι από τη μόνιμη σχέση τους αλλά απιστούν διότι έχουν ανάγκη την ακόμη μεγαλύτερη ένταση και ευχαρίστηση.
Ως φαίνεται λοιπόν η απιστία άγεται από τον συνδυασμό εγγενών παρορμήσεων με γονιδιακούς παράγοντες – και αυτό ίσως εξηγεί εν μέρει γιατί για κάποιους ανθρώπους είναι εύκολο να μένουν σε κοινωνικά και σεξουαλικά μονογαμικές σχέσεις και για άλλους πολύ δύσκολο.
Οσο, πάντως, κι αν επηρεάζουν η φύση και τα γονίδια τη συμπεριφορά μας, γεγονός παραμένει πως στο τέλος της ημέρας η πίστη ή η απιστία είναι θέμα προσωπικής επιλογής.
Το κείμενο δημοσιεύτηκε στα “ΤΑ ΝΕΑonline ΥΓΕΙΑ, ΔΡΑΣΗ & ΖΩΗ” στις 22-9-2016.