Πάντα θεωρούσαμε ότι οι νέοι είναι πιο ανοικτοί στις σεξουαλικές εμπειρίες, ενώ πολλή συζήτηση γίνεται για τις ομοφυλοφιλικές εμπειρίες και πρακτικές.
Τα σχετικά ερευνητικά δεδομένα όμως είναι περιορισμένα, αφού η πλειονότητα των μελετών έχει εστιαστεί σε πληθυσμούς ετεροφυλόφιλων, αποκλείοντας ομοφυλόφιλους και αμφιφυλόφιλους. Εξαίρεση αποτελεί μια μεγάλη έρευνα που διεξήχθη σε δείγμα 2.276 αμερικανών φοιτητών, με σκοπό τη διερεύνηση των σεξουαλικών πρακτικών νέων ανθρώπων με ετεροφυλοφιλικό, ομοφυλοφιλικό ή αμφιφυλοφιλικό προσανατολισμό.
Το 13,2% των ανδρών και το 4,7% των γυναικών ανέφεραν ότι ο σεξουαλικός προσανατολισμός τους είναι ομοφυλοφιλικός, ενώ το 2,5% των ανδρών και το 5,7% των γυναικών ανέφερε αμφιφυλοφιλικό προσανατολισμό. Τα ποσοστά αυτά είναι σημαντικά υψηλότερα από εκείνα που είχαν καταγραφεί σε παλαιότερες μελέτες (η συχνότητα της ομοφυλοφιλίας σε παλαιότερες μελέτες ήταν κατά μέσο όρο 5% για τους άνδρες και 2-3% για τις γυναίκες).
Μεγάλο ενδιαφέρον παρουσίασαν τα δεδομένα που υποδείκνυαν πως οι σεξουαλικές πρακτικές των νέων δεν καθορίζονταν αποκλειστικά από τον προσανατολισμό τους. Έτσι, το 4% των ανδρών και το 10% των γυναικών με ετεροφυλοφιλικό προσανατολισμό ανέφεραν πως είχαν σεξουαλικές εμπειρίες με άτομα του ίδιου φύλου. Πιο εντυπωσιακό εύρημα της μελέτης ήταν το γεγονός ότι το 37% των ομοφυλόφιλων ανδρών και το 44% των ομοφυλόφιλων γυναικών είχαν περιστασιακά σεξουαλικές εμπειρίες με άτομα του αντίθετου φύλου.
Άλλο ενδιαφέρον στοιχείο της μελέτης είναι πως οι ομοφυλόφιλοι άνδρες ανέφεραν στατιστικά μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης στυτικής δυσλειτουργίας (24% σε ομοφυλόφιλους, σε σχέση με 12% σε ετεροφυλόφιλους) και εκσπερμάτισης, συγκριτικά με τους ετεροφυλόφιλους. Αντίθετα, οι ομοφυλόφιλες γυναίκες παρουσίαζαν λιγότερα σεξουαλικά προβλήματα από τις ετεροφυλόφιλες (51% στις ετεροφυλόφιλες και 29% στις ομοφυλόφιλες).
Η μελέτη διερεύνησε πιθανούς παράγοντες που θα μπορούσαν να εξηγήσουν τη μεγαλύτερη συχνότητα εμφάνισης σεξουαλικών δυσλειτουργιών στους ομοφυλόφιλους άνδρες και κατέληξε σε δύο: α) Η διάρκεια της σχέσης ήταν καθοριστική. Οι ομοφυλόφιλοι άνδρες (αλλά όχι γυναίκες) είχαν περισσότερες πιθανότητες να κάνουν περιστασιακές σχέσεις και αυτό τους επιφόρτιζε με άγχος σεξουαλικής επίδοσης, το οποίο μειωνόταν στις μακροχρόνιες σχέσεις. β) Ψυχολογικά προβλήματα, όπως γενικευμένο άγχος, είναι πιο συχνά στους ομοφυλόφιλους συγκριτικά με τους ετεροφυλόφιλους- και είναι γνωστός ο καταλυτικός ρόλος του άγχους και οι αρνητικές επιπτώσεις του στη στυτική λειτουργία.
Οι ερευνητές καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι υπάρχει ανάγκη για στήριξη των νέων από εξειδικευμένους επιστήμονες/σεξολόγους, τόσο στην επιλογή του προσανατολισμού τους όσο και στις πρώτες τους σχέσεις, ώστε να αποφύγουν την εμφάνιση σεξουαλικών προβλημάτων, που όσο καθυστερούν να αντιμετωπιστούν γίνονται σοβαρότερα και θεραπεύονται δυσκολότερα.
Breyer BN, Smith JF, Eisenberg ML et al. (2010) The impact of sexual orientation on sexuality and sexual practices in North American medical students. J Sex Med 7:2391-2400.